- ουρητήριο(ν)
- το (чаще πλ. ) туалет, уборная (общественная)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ουρητήριο — το μέρος κατάλληλα διασκευασμένο για ούρηση, ιδίως σε δημόσιο χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρώ + επίθημα τήριο (πρβλ. ορμη τήριο). Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Κ. Φρεαρίτη] … Dictionary of Greek
ουρητήριο — το τόπος για ουρήση, δημόσιας χρήσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)